- μπολού
- ηγυναίκα που γυρίζει συνεχώς στους δρόμους, που δεν τής αρέσει να μένει στο σπίτι της.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπολεύω «περιφέρομαι» + κατάλ. -ού].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βιθύνιον — Αρχαία πόλη τηςΒιθυνίας, αποικία των Μαντινέων, γνωστή για τις ιαματικές πηγές της. Ο Κλαύδιος τη μετονόμασε σε Κλαυδιούπολη και ο Αδριανός σε Αδριανή. Η πόλη ήταν γενέτειρα του ευνοούμενου του Αδριανού, Αντίνοου, γι’ αυτό και ο Ρωμαίος… … Dictionary of Greek
Παφλαγονία — Χώρα της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της, τα παράλια της οποίας βρέχονται από τον Εύξεινο Πόντο. Ορίζεται Α από τον Πόντο, Δ από τη Βιθυνία, Ν από τη Γαλατία. Τρεις παράλληλες, από Β στο Ν, οροσειρές διατέμνουν τη χώρα, από τις οποίες… … Dictionary of Greek